χερουλάς

χερουλάς
χερουλάς, ο και χερουλάτης, ο
η χειρολαβή του αρότρου: Ο χερουλάτης έφαγε τ' άχαρα δάχτυλά μου και στην αλετροπόδα μου λιώσαν τα ήπατά μου (Αρ. Βαλαωρίτης).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • χερουλάς — ο, Ν ο χερουλάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < χερούλι + κατάλ. άς τών αρσ.] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”