- χερουλάς
- χερουλάς, ο και χερουλάτης, οη χειρολαβή του αρότρου: Ο χερουλάτης έφαγε τ' άχαρα δάχτυλά μου και στην αλετροπόδα μου λιώσαν τα ήπατά μου (Αρ. Βαλαωρίτης).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.